- αυτόσπορος
- αὐτόσπορος, -ον (Α)αυτός που έχει σπαρθεί από μόνος του ή που είναι γόνιμος από μόνος του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτόσπορος — self sown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόσπορον — αὐτόσπορος self sown masc/fem acc sg αὐτόσπορος self sown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόσπορε — αὐτόσπορος self sown masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόσποροι — αὐτόσπορος self sown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτόσποροι — αὐτόσποροι , αὐτόσπορος self sown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)